εισήλθα
Смотреть что такое "εισήλθα" в других словарях:
εἰσῆλθ' — εἰσῆλθα , εἰσέρχομαι go in aor ind act 1st sg εἰσῆλθε , εἰσέρχομαι go in aor ind act 3rd sg εἰσῆλθε , εἰσέρχομαι go in aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εισέρχομαι — εισέρχομαι, εισήλθα βλ. πίν. 214 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής